δούπησε

δούπησε
δουπέω
sound heavy
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δουπώ — και γδουπώ (AM δουπῶ, έω) [δούπος] κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο αρχ. 1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών») 2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους β) «κώπῃ δουπῶ» χτυπώ με τα κουπιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”